Πνεύμα Αντιλογίας ήταν για τη μαμά μου το κύριο χαρακτηριστικό μου όταν ήμουν παιδί. Η νονά με βάφτισε Ευφροσύνη και η μαμά μου, σαν άλλη ινδιάνα, με ονόμασε Πνεύμα Αντιλογίας. Αν τη βάφτιζα κι εγώ, το περιγραφικό της όνομα θα ήταν η Γιατί Έτσι. Στις μισές και παραπάνω από τις ερωτήσεις μου η απάντηση ήταν Γιατί Έτσι.
Δεν θα έλεγα ότι έφταιγε. Σε έναν κόσμο δίχως την υποστήριξη του internet και τη στοργική αγκαλιά του Google, πόσες ερωτήσεις να καταφέρει να απαντήσει ένας γονιός ! Ειδικά όταν έχει ένα παιδί Πνεύμα Αντιλογίας. Δυο λεξούλες που ουσιαστικά ήταν ο τρόπος που η μαμά μου είχε για να μου πει «δεν αντέχω να ρωτάς συνέχεια, μου είναι δύσκολο να μην έχω όλες τις ερωτήσεις και με τρελαίνεις όταν δεν ησυχάζεις με την πρώτη απάντηση που μου έρχεται να σου δώσω».
Δεν είναι ότι είχα αντιρρήσεις, λοιπόν. Ερωτήσεις είχα. Και κάθε απάντηση, αν δεν κούμπωνε μέσα μου εκατό τοις εκατό, γινόταν μια επόμενη ερώτηση και μετά μια άλλη και μια άλλη. Πόσο την κατάλαβα τη μανούλα μου κάποια στιγμή, όταν ήρθε η δική μου ώρα να δώσω απαντήσεις στις ερωτήσεις των δικών μου παιδιών.
Μόνο που είχε γίνει πια πιο εύκολη η πρόσβαση στη γνώση και σίγουρα άπειρα πιο εύκολο να πω ένα δεν ξέρω, έλα να το ψάξουμε μαζί. Και, λιγότερο εύκολο, αλλά υποφερτό να μπορώ να λέω στα παιδιά μου «καλή η ερώτησή σου, θα χρειαστεί όμως να περιμένεις λίγο, ούτε κι εγώ δεν βρήκα ακόμη την απάντηση, ίσως με τον καιρό να βρεις εσύ κλειδί για αυτόν τον γρίφο και ίσως τότε μου πεις κι εμένα να μαθαίνω».
Έχεις παρατηρήσει πόσο άγχος μπορεί να προκαλεί το να μην έχεις μια απάντηση για όλα ; Σαν να είναι ένα τεστ η ζωή και πρέπει να έχουμε καλοδιαβάσει. Λες και θα μείνουμε στην ίδια τάξη, αν δεν το ξέρουμε το μάθημα, αν δεν τα ξέρουμε όλα πάντα. Κατάλοιπο, ίσως, του εκπαιδευτικού συστήματος, που περιμένει να ξέρεις χωρίς να γνωρίζεις ; που σου δίνει έτοιμες απαντήσεις για να παπαγαλίσεις, αντί να σου δίνει ερωτήσεις για προβληματισμό και κρίση.
Κι όμως, η σκέψη προχωρά, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, μόνο για όσους από μας αντέξουμε αυτό το άγχος. Ναι, δεν ξέρω, το ομολογώ. Είμαι εδώ κι αναρωτιέμαι. Ναι, υπάρχουν και κάποιες απαντήσεις, αλλά δεν με καλύπτουν πλήρως. Ακόμη κι αν με κάλυπταν μέχρι και χθες, σήμερα μπορώ να αναρωτιέμαι πάλι.
Αυτό το παιδί που κάποτε αναρωτιόταν για τα πάντα, υπάρχει ακόμη μέσα μας. Απορεί, αμφισβητεί, θέλει να μάθει. Κι αν δεν έχουμε μιμηθεί όσους μας αποθάρρυναν, θα του δώσουμε αυτό το χώρο και το χρόνο. Δεν χρειάζεται να το φιμώνουμε από το φόβο μας και μόνο ότι θα πούμε ένα δεν ξέρω.
Τι συμβαίνει με τη ζωή μου ; αναρωτιέται πού και πού ο ενήλικας εαυτός μας. Τι να κάνω με αυτό ή με εκείνο που με δυσαρεστεί. Πώς είναι οι σχέσεις μου ; Πώς μπορώ να βελτιώσω τη δουλειά μου ; Πώς αγαπώ, πώς αγαπιέμαι ; Πώς να φροντίσω την υγεία μου; Πόσο γελάω, πόσο νοιάζομαι, τι έχω ; τι μου λείπει ;
Κι όσα χρόνια κι αν περάσουν, είναι στη φύση μας να θέλουμε να ψάχνουμε πώς λειτουργούν τα πράγματα, τι νέο συμβαίνει, πώς εξελίχθηκε ο κόσμος σήμερα και πώς τα καταφέρνει ; Και πώς, αλήθεια πώς, μπορώ να συμβάλλω κι εγώ σ’ αυτό του το προχώρημα ;
Κάποιες φορές οι απαντήσεις θα έρχονται άμεσα, αβίαστα, ξεκάθαρα, ρητά. Άλλες, θα χρειαστεί να τις περιμένουμε μέχρι να βρουν το δρόμο προς εμάς. Θα έχουμε μόνο ψήγματα σκέψεων, κομμάτια υποθέσεων. Κι αν μείνουμε ψύχραιμοι εκεί, αν έχουμε εμπιστοσύνη και πιστέψουμε στο δικαίωμά μας να συναντάμε την αλήθεια μας, όλα τα ψήγματα και τα κομμάτια, σαν ρυάκια θα ενώνονται μαζί με άλλα, πότε δικά μας και πότε άλλων και θα γίνονται σταδιακά ποτάμια ορμητικά αποκαλύψεων και λύσεων και βαθιά ικανοποιητικών απαντήσεων.
Ένας ωκεανός γνώσης και εξέλιξης περιμένει κάθε μας ερώτηση. Κι αξίζει αυτόν τον κόπο. Τον κόπο της αναμονής, της αναζήτησης και της εμπιστοσύνης. Γι’ αυτό, αξίζει να το θυμηθείς εκείνο το παιδί, που ήθελε τις απαντήσεις του, που αν δεν το κάλυπτε αυτό που άκουγε συνέχιζε να αναρωτιέται, που δεν δεχόταν τα «γιατί έτσι». Και ας τους δυσκόλεψε και λίγο τους γονείς. Κι ας άκουγε πως ήταν πνεύμα αντιλογίας.
Με κάτι τέτοια πνεύματα είναι που προχωράμε.