Είσαι από αυτούς που ξέρουν πάντα τι θέλουν, έχουν ξεκάθαρη άποψη για τη ζωή τους, τις αξίες τους, για όσα συμβαίνουν γύρω τους ; Αποφασίζεις γρήγορα στα διλήμματα, δεν χάνεις χρόνο με λόγια πολλά, γνωρίζεις τι πρέπει να κάνεις, πού να σταθείς και ποιο δρόμο να πάρεις ;
Θα ήθελα να σε γνωρίσω, να το ξέρεις.
Σε φαντάζομαι με μια γαλήνη στην ψυχή σου, με την ηρεμία στο βλέμμα σου, με σταθερή φωνή, να εκφέρεις τον λόγο σου. Μιλάς με επιχειρήματα ξεκάθαρα. Λεπτό δεν αμφιβάλεις για όσα λες, δεν δίνεις περιθώρια πολλά για αντιρρήσεις.
Σε καμαρώνω, να το ξέρεις.
Εγώ, αντίθετα, σπάνια νιώθω αυτή τη βεβαιότητα. Αυτή τη σιγουριά πως κάτι λέω και είναι αυτό και τέρμα, δεν χωράει συζήτηση. Ακόμη και για όσα δεν έχω κανένα λόγο να αμφιβάλω, πάντα ένα μικρό ή μεγαλύτερο κομμάτι μέσα μου λέει πως μπορεί και να μην είναι έτσι, ας το δούμε κι από την άλλη του πλευρά και άλλα τέτοια, που ξεκινούν συζητήσεις μέσα μου.
Εσύ είσαι τυχερός και θέλω να το ξέρεις.
Ειδικοί και αδαείς, γνώστες και άσχετοι, φιλόσοφοι και κοινοί θνητοί μαζεύονται στο κεφάλι μου και κάνουν πάρτι, σουαρέ ατέλειωτα και χοροεσπερίδες. Απολαμβάνουν συζητήσεις, ανταλλάσουν απόψεις και υποστηρίξουν τη θέση του ο καθένας. Άλλοι ευγενικοί και διαλεκτικοί, άλλοι φωνακλάδες πεισματάρηδες, οι «γιατί έτσι» οι λεγόμενοι - ναι έχω κι απ’ αυτούς.
Είναι πιο απλή η ζωή η δική σου, μάλλον το ξέρεις.
Μόνο με τα φυσικά φαινόμενα ησυχάζει η παρέα. Αν πετάξω το μολύβι μου κάτω, κάτω θα πάει. Δεν θα αμφισβητήσουμε και τη βαρύτητα τώρα. Νόμοι της φύσης είναι αυτοί. Ναι, αλλά, πώς εξηγείς τότε τα θαύματα, πετάγεται η φωνή του αντιρρησία. Ελάτε, βρε παιδιά, ένα κειμενάκι είπα να γράψω, να περάσει η ώρα, δεν θα συζητήσουμε τα πάντα τώρα.
Σε ζηλεύω, να το ξέρεις.
Να μη μιλήσω καθόλου για τα επίθετα. Βούτυρο στο ψωμί της νοητικής πολυλογίας μου. Καλό και κακό, κρύο, ζεστό, λίγο, πολύ και πάει λέγοντας. Παίρνει φωτιά η συζήτηση, ανάβουν τα αίματα, ερωτήσεις εκσφενδονίζονται, αντιδράσεις αποκρούονται στον αέρα, ο ένας κλέβει την μπάλα από τον άλλον. Και τι θα πει καλό, ποιος το ορίζει το καλό, ποιος ξέρει πόσο είναι το λίγο, το πολύ, το τόσο όσο …
Τόση φασαρία, ούτε που θέλεις να την ξέρεις.
Κι εγώ, κάθομαι και παρακολουθώ, σαν να με φέρανε στο γήπεδο από λάθος, να με ζαλίζουν φίλαθλοι και χούλιγκανς, χωρίς διαιτητή. Εμένα, που ήθελα να περνώ τις μέρες μου σε νεπαλέζικη αυλή, να πίνω το τσαγάκι μου με τον Δαλάι Λάμα, να κοιταζόμαστε και να χαμογελάμε, πλήρεις απ’ της νιρβάνας μας τη μέθη.
Θα μπορούσε να με τρελάνει όλο αυτό - κι ας μη θέλω να το ξέρεις.
Έχω βρει το μυστικό μου, όμως, κι εγώ. Αφήνω τα παιδιά να παίξουν. Ας πουν ό,τι θα πουν, δεν τους προβάλλω πια αντιρρήσεις. Αφού το ξέρω, όσο αντιστέκομαι, τόσο οι φωνές τους δυναμώνουν. Ακούω και κρατάω σημειώσεις. Μέσα σε όλον το χαμό, κάτι σημαντικό θα ειπωθεί, κάτι χρήσιμο θα προκύψει, κάπου όλη αυτή η φωτιά θα αλλάξει τη δομή του άνθρακα και θα προκύψει διαμαντάκι.
Αυτό είναι το δικό μου μυστικό κι αυτό θέλω να το ξέρεις.
Δεν είμαι σαν εσένα, αλλά ξέρω να αποδέχομαι αυτό που είμαι. Βρίσκω τη δική μου ησυχία μέσα στου νου μου το χαμό. Και δεν παραπονιέμαι πια πολύ. Έμαθα να κάνω υπομονή. Άλλωστε είναι το ίδιο αυτό θαυμάσιο μυαλό μου, που γεννά τη μια ιδέα μετά την άλλη, που βρίσκει λύσεις, κάνει συνθέσεις κι αφαιρέσεις και έχει κλέψει τόσα «α» απ’ τα αδύνατα που τα’ χει κάνει δυνατά.
Δεν είμαι σαν εσένα, ναι, το ξέρω.
Είμαι, όμως, εγώ - κι αυτό είναι καλό. Και δίχως αντιρρήσεις.