Ένα ερώτημα, μια απορία, ένα αίτημα.
Εμφανίζεται και περιμένει κάτι. Έχεις σκεφτεί ποτέ πώς νιώθει ένα ερώτημα ; Ξέρεις πως κάτι αναζητά, κάτι γυρεύει. Τι περιμένει άραγε ; Μια απάντηση, μια κατανόηση, μια λύση ; Και μέχρι να έρθει η στιγμή αυτή ; Πώς την αντέχει την αναμονή ; Τι το παρηγορεί, τι το ησυχάζει ;
Η ζωή είναι γεμάτη ερωτήματα. Πώς θα φτιάξω τη σχέση μου με τον σύντροφό μου, πότε επιτέλους θα ανταμειφθούν οι κόποι μου επαγγελματικά, γιατί να φοβάμαι τόσο να μιλήσω, πώς θα έχω αυτοπεποίθηση ;
Στην αυτογνωσία, μια συζήτηση, μια ομαδική δουλειά, ένα σεμινάριο, όλα ξεκινούν ακριβώς με ένα αίτημα. Γεννιέται στην καρδιά ή το μυαλό σου και δεν ησυχάζει αν δεν κινητοποιηθείς. Σε ξεβολεύει, σε ταρακουνά και, αν το αγνοείς, έχει τους τρόπους του να σε πιέζει.
Έβλεπα για καιρό τα ερωτήματα σαν την αρχή που αναζητούσε ένα τέλος.
Ποιο; - Αυτό. Πού; - Εκεί. Πώς; - Έτσι. Γιατί; - Επειδή …
Έβλεπα τα ερωτήματα σαν ψυχές μοναχικές που αναζητούσαν ταίρι. Πότε παιχνιδιάρικα και πότε σπαρακτικά, έψαχναν μια απάντηση να τους ταιριάξει. Νόμιζα πως τότε ολοκληρωνόταν ο σκοπός τους. Έβρισκαν νόημα ύπαρξης και αναπαύονταν ευτυχισμένα.
Όταν άρχισα να παρατηρώ καλύτερα, την προσοχή μου κέρδισε αυτή η παύλα η μικρή. Ανάμεσα σε ένα ερώτημα και μια απάντηση είδα μια παύλα. Ένα μικρό σημείο στίξης. Μια σειρά από ασήμαντες κουκίδες, στέκονταν σιωπηλές η μία δίπλα στην άλλη. Ένας συνδετικός κρίκος, που αναζητά ένα άλλο μισό για να ολοκληρώσει μια εικόνα, ένα απλωμένο χέρι που αγωνιά κάτι να βρει.
Μια διαφορετική αλήθεια αποκαλύφθηκε όταν άρχισα να παρατηρώ τη μικρή αυτή γραμμή, ανεξάρτητα από το πριν και το μετά της. Ακόμη και χωρίς το ερώτημα, ακόμη και πριν την απάντηση. Όσο μίκραινα τα ξέρω μου κι όσο περισσότερο άντεχα τα δεν ξέρω μου, τόσο καλύτερα άκουγα τι έχει η γραμμούλα να μου πει.
Σταδιακά μου έγινε σαφές πως η γραμμή ανάμεσα σε ένα ερώτημα και την πιθανότητα μιας λύσης, ήταν μια οντότητα ξεχωριστή και ανεξάρτητη από τον πυροδοτητή της και την όποια της κατάληξη. Αυτό το μέχρι πριν μισό, το ασήμαντο κενό ανάμεσα, φανερώθηκε στα μάτια μου σε όλο του το μεγαλείο. Είδα τη μικρή γραμμή να μακραίνει, να γίνεται δρόμος, περιπλάνηση, ευκαιρία, εμπειρία.
Αυτή η συνειδητοποίηση άλλαξε τα πάντα στη σχέση μου με τα ερωτήματα και - επομένως - τη σχέση μου με την ίδια τη ζωή. Δεν είναι τα ερωτήματα που αγωνιούν. Δεν είναι μισά, δεν έχουν ανάγκη τη λύση τους και την απάντησή τους. Ό,τι μας κάνει να αναρωτιόμαστε, ό,τι μας λείπει, έχει ολοκληρώσει τον προορισμό του με την εμφάνισή του και μόνο. Είναι ήσυχο μετά. Ένα χέρι, ναι, απλωμένο, όχι για να ζητήσει. Ένα χέρι, με τον δείκτη ανοιχτό, κάτι θέλει να δείξει.
Δεν δείχνει την απάντηση ή τη λύση. Δεν την ξέρει, δεν την απαιτεί, δεν την ορίζει. Δείχνει μόνο την αρχή ενός ταξιδιού. Μια γραμμή και ένα ταξίδι. Ένα βίωμα και μια εμπειρία. Και κάπου εκεί και μια Ιθάκη ή όποιο άλλο «νησί» βρεθεί στον δρόμο μας.
Ένα ερώτημα, ένα αίτημα, μια επιθυμία, μια έλλειψη.
Μια απάντηση, μια ικανοποίηση, μια λύση, που αλλάζει πρόσωπα και νόημα και αξία.
Κι ανάμεσά τους μια διαδρομή, μια εμπειρία, ένα ταξίδι.
Τίποτε μισό, όλα ολόκληρα, όλα αφορμή για το ταξίδι.