Ο μπαμπάς μου ήταν ήρεμος άνθρωπος.
Δεν τον είδα να μαλώνει ποτέ, ούτε να φωνάζει, κάτι μούτρα έκανε όταν στράβωνε με κάποιον ή με κάτι, αλλά όχι σπουδαία πράγματα. Ήταν ο άνθρωπος του δε βαριέσαι, ανεκτικός, συγχωρητικός, με χιούμορ και καθημερινή διάθεση για καλαμπούρια και πλάκες.
Αν γινόταν κάποια ζημιά στο σπίτι έλεγε «δεν πειράζει, και τι θα γίνει αυτός που το φτιάχνει αυτό, κλέφτης ή χωροφύλακας ;». Τώρα, από ποιον ακριβώς συλλογισμό έβγαινε η συγκατοίκηση του κλέφτη και του χωροφύλακα στην ίδια φράση δεν κατάλαβα ποτέ, ούτε και το αναλύσαμε άλλωστε, αλλά τέλος πάντων οι ζημιές ή οι απώλειες αντιμετωπίζονταν σχεδόν σαν καλό νέο, σαν να δίνουν λόγο ύπαρξης σε πλειάδα επαγγελμάτων (πάντως όχι του κλέφτη και του χωροφύλακα).